- καρκινώματα
- καρκίνωμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρογχογραφία — Ακτινολογική μέθοδος διερεύνησης του βρογχικού δέντρου, δηλαδή ενός από τα πιο σημαντικά μέρη του αναπνευστικού συστήματος. Συνίσταται στην εκτέλεση και ανάγνωση ακτινογραφιών του θώρακα, αφού προηγηθεί η εισαγωγή, σε έναν ή περισσότερους… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek
πυκνοτόμος — (Ιατρ.). Μηχάνημα που επιτρέπει στο μάτι του γιατρού να εισδύσει στο εσωτερικό όλων των ανθρώπινων οργάνων, ακόμα και του πολυπλοκότερου και πιο προστατευμένου, του εγκεφάλου. Για τη χρήση του δεν απαιτούνται προκαταρκτικές εξετάσεις. Εφαρμόζεται … Dictionary of Greek